προσεκτίθημι

προσεκτίθημι
Α [ἐκτίθημι]
1. εκθέτω δημόσια επιπροσθέτως
2. παθ. προσεκτίθεμαι
εκθέτω, διηγούμαι επί πλέον («προσεκθησόμεθα τὴν τοῡ Πυθαγορικοῡ... κανόνος κατανομήν», Νικόμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”